έκσπονδος

έκσπονδος
-η, -ον (AM ἔκσπονδος, -ον)
Ι. 1. αυτός που δεν συμπεριλαμβάνεται στις σπονδές, που αποκλείστηκε από αυτές («ἐκσπόνδους εἶναι τούτων τῶν συνθηκῶν», Πολύβ.)
2. αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, που ενεργεί παρά τις σπονδές
3. (για ενέργειες ή καταστάσεις) ο αντίθετος προς τις σπονδές, αυτός που δεν επιτρέπεται από τις σπονδές
II. επίρρ. εκσπόνδως
κατά παράβαση ή αθέτηση τών σπονδών, τών συνθηκών, παρασπόνδως*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἔκσπονδος — masc/fem nom sg ἐκσπονδος out of the treaty masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκσπόνδως — ἔκσπονδος adverbial ἔκσπονδος masc/fem acc pl (doric) ἐκσπονδος out of the treaty adverbial ἐκσπονδος out of the treaty masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκσπονδον — ἔκσπονδος masc/fem acc sg ἔκσπονδος neut nom/voc/acc sg ἐκσπονδος out of the treaty masc/fem acc sg ἐκσπονδος out of the treaty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκσπόνδου — ἔκσπονδος masc/fem/neut gen sg ἐκσπονδος out of the treaty masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκσπόνδους — ἔκσπονδος masc/fem acc pl ἐκσπονδος out of the treaty masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκσπόνδων — ἔκσπονδος masc/fem/neut gen pl ἐκσπονδος out of the treaty masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκσπονδα — ἔκσπονδος neut nom/voc/acc pl ἐκσπονδος out of the treaty neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκσπονδοι — ἔκσπονδος masc/fem nom/voc pl ἐκσπονδος out of the treaty masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”