- έκσπονδος
- -η, -ον (AM ἔκσπονδος, -ον)Ι. 1. αυτός που δεν συμπεριλαμβάνεται στις σπονδές, που αποκλείστηκε από αυτές («ἐκσπόνδους εἶναι τούτων τῶν συνθηκῶν», Πολύβ.)2. αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, που ενεργεί παρά τις σπονδές3. (για ενέργειες ή καταστάσεις) ο αντίθετος προς τις σπονδές, αυτός που δεν επιτρέπεται από τις σπονδέςII. επίρρ. εκσπόνδωςκατά παράβαση ή αθέτηση τών σπονδών, τών συνθηκών, παρασπόνδως*.
Dictionary of Greek. 2013.